πέντε

πέντε
αριθ. άκλ. пять;

τό πέντε — пятёрка;

§ τον πήγε πέντε πέντε — он струсил не на шутку;

εμεινε στούς πέντε δρόμους — он остался один-одинёшенек, у него ни кола ни двора;

άφησε τα παιδιά του στούς πέντε δρόμους — он бросил на произвол судьбы своих детей;

κάλλιο πέντε κοί στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί — лучше пять наличными, чем десять в кредит; — лучше синицу в руки, чем журавля в небе


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πέντε" в других словарях:

  • πέντε — five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέντε — ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του νεοελλ. 1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • πέντε — (αριθμ. απόλ.), αριθμός που δείχνει πέντε μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέντε Λιμάνια — (Cinqu Ports). Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται, από την εποχή του Εδουάρδου του Εξομολογητή (11ος αι.), τα αγγλικά λιμάνια Ντόβερ, Σάντουιτς, Ρόμνει, Χάιδ και Χάστινγκς (αργότερα προστέθηκαν και τα Γουίντσελσι και Ράι), που βρίσκονται απέναντι… …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Βρύσες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξαλόφου …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Εκκλησιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Πηγάδια — Στρατηγικό πέρασμα κοντά στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου. Στη θέση αυτή έγιναν, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στις ελληνικές κα τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ο… …   Dictionary of Greek

  • πένθ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέντ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»